βαλλίστρας

βαλλίστρας
βαλλίστρᾱς , βαλλίστρα
catapult
fem acc pl
βαλλίστρᾱς , βαλλίστρα
catapult
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βαλιστίδες — (ballistidae). Οικογένεια ψαριών που ζουν σε όλες τις τροπικές θάλασσες, κοντά σε κοραλλιογενείς υφάλους. Το μήκος του σώματός τους ποικίλλει από 25 έως 60 εκ., ενώ ο χρωματισμός τους μεταβάλλεται ανάλογα με το είδος (μπλε, κίτρινο, πράσινο κλπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”